Dictionary of Greek. 2013.
ζέρζελο — το βλ. ζέρδελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζέρδελο* με αφομοίωση] … Dictionary of Greek
ζερδελιά — και ζερδαλιά και ζερνταλιά, η [ζέρδελο] η βερικοκιά … Dictionary of Greek